- τραγηματοπώλης
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) πωλητής τραγημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγημα, τραγήματος + -πώλης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγηματοπώλης — seller of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματοπώλιον — τὸ, Α [τραγηματοπώλης] τόπος όπου πωλούνται τραγήματα … Dictionary of Greek